- περιοδοντικός
- -ή, -ό, Ν [περιοδόντιο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιοδόντιο2. το θηλ. ως ουσ. η περιοδοντικήοδοντιατρική ειδικότητα με αντικείμενο την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία λειτουργικών και οργανικών νόσων τού περιοδοντίου3. φρ. «περιοδοντική μεμβράνη» — σαρκώδης ιστός μεταξύ δοντιού και φατνίου ο οποίος συγκρατεί τα δόντια στη θέση τους και τά καθιστά ικανά να αντιστέκονται στην καταπόνηση τής μάσησης.
Dictionary of Greek. 2013.